- τιλάπια
- και τιλαπία, η, Νζωολ. γένος περκόμορφων ψαριών με 100 περίπου είδη, τυπικός εκπρόσωπος τής οικογένειας Cichlidae που περιλαμβάνει περισσότερα από 600 είδη τών γλυκών νερών τής τροπικής Αμερικής, τής Αφρικής και τής νοτιοανατολικής Ασίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεολατ. tilapia].
Dictionary of Greek. 2013.